- ἄστεγον
- ἄστεγοςwithout roofmasc/fem acc sgἄστεγοςwithout roofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άστεγος — η, ο (AM ἄστεγος, ον) αυτός που δεν έχει στέγη, κατοικία αρχ. αυτός που δεν μπορεί να σκεπάσει, να συγκρατήσει (τα λόγια του) («ἀστέγοις χείλεσι», «ἄστεγον στόμα», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στεγος < στέγη) … Dictionary of Greek